- πανάρια
- πανάριονpanariumneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάρης — ο η επάνω πέτρα του μύλου, αλλ. πανάρι, παναριά … Dictionary of Greek
Αιόλου, νησιά ή Λίπαρι — (EolieLipari).Νησιωτικό σύμπλεγμα στη νότια Τυρρηνική θάλασσα, βόρεια της Σικελίας. Στην αρχαιότητα είχαν εγκατασταθεί εκεί Ρόδιοι και Κνίδιοι, οι οποίοι τα μετονόμασαν σε Λιπάρας ή Λιπαραίας νήσους. Α.ν. ή πλωτή Αιολία ονομάστηκαν επειδή κατά τη … Dictionary of Greek